- ἠριθαλές
- ἠρι-θαλές, τό, im Frühling blühend, eine Pflanze
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ηριθαλές — το ἠριθαλές (Α) φυτό που ανθίζει την άνοιξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. ήρι τού ηρ (συνηρ. τ. τού έαρ) + θαλές (< θόλος)] … Dictionary of Greek